πολυδύναμος — with many powers masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδύναμος — η, ο / πολυδύναμος, ον, ΝΜΑ 1. πολύ δυνατός, πανίσχυρος («ἔστι σταυρὸς πολυδύναμος δύναμις», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. πολύ ικανός νεοελλ. (φαρμ.) χαρακτηρισμός εμβολίου ή ορού που έχει παρασκευαστεί από περισσότερα τού ενός στελέχη τού ίδιου βακτηρίου ή… … Dictionary of Greek
πολυδυναμώτατον — πολυδύναμος with many powers masc acc superl sg πολυδύναμος with many powers neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδύναμον — πολυδύναμος with many powers masc/fem acc sg πολυδύναμος with many powers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδυναμώτερα — πολυδύναμος with many powers neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδυνάμου — πολυδύναμος with many powers masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδυνάμῳ — πολυδύναμος with many powers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδύναμοι — πολυδύναμος with many powers masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱԶՕՐ — (ի.) NBH 1 404 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. πολυδύναμος multipotens, praevalens Որոյ բազում է զօրութիւն, մեծազօր. բազմապատիկ զօրութեամբ. հզօր. զօրեղ առ բազում ինչ. *Մի է հոգին սուրբ, առանց բաժանման է, եւ բազմազօր. Կոչ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)